Οι Σκοπιανοί έχουν ξεκινήσει ήδη να κάνουν βήματα με σκοπό να γεφυρώσουν το χάσμα που υπάρχει μεταξύ μας. Το αεροδρόμιο λέγεται πλέον «Διεθνές Αεροδρόμιο Σκοπίων», η μεγάλη τους Λεωφόρος «Λεωφόρος φιλίας», ενώ αφαιρούνται σιγά σιγά και τα αγάλματα που «προκαλούσαν» το εθνικό μας συναίσθημα.

Από τη δική μας πλευρά, προς το παρόν, δεν έχει γίνει ουσιαστικά απολύτως τίποτα. Συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε, να πιστεύουμε πως όσο εμείς φωνάζουμε πως «η Μακεδονία είναι ελληνική» θα βρεθεί και κάποιος να μας ακούσει και πως μπορούμε να επιβάλουμε στον γειτονικό μας λαό την ταυτότητα που εμείς επιθυμούμε να έχει ή που πιστεύουμε πως πρέπει να έχει. Σε αυτή τη μάχη όμως είμαστε μόνοι μας. Εντελώς μόνοι.

Από την άλλη πλευρά, οι Σκοπιανοί κάθε άλλο παρά «μόνοι» είναι. Ένας από τους «συμμάχους» τους μάλιστα είναι και ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που το τελευταίο διάστημα δείχνει ιδιαίτερα εχθρικές τάσεις προς τη χώρα μας. Ο Ερντογάν συμμαχώντας με τους Σκοπιανούς βρήκε τον τρόπο να μας πιέζει από δύο πλευρές. Η μία πίεση αφορά το Αιγαίο και η δεύτερη είναι φυσικά το άλλο εθνικό θέμα που έχουμε ανοιχτό. Το Σκοπιανό.

Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αγνοούμε και μία τρίτη πίεση που έρχεται από την πλευρά της Αλβανίας.

Οι Εθνικιστές Αλβανοί, που αποκτούν συνεχώς όλο και μεγαλύτερη δύναμη, δεν σταματούν να βροντοφωνάζουν τις βλέψεις τους στην Ήπειρο και το όραμα τους για την «Μεγάλη Αλβανία». Υπόσχονται μάλιστα πως δεν θα μείνουν στα λόγια. Και δεν πρόκειται μόνο για τους εθνικιστές Αλβανούς. Ο πρωθυπουργός, Έντι Ράμα πριν από δύο εβδομάδες περίπου αναφέρθηκε ξανά στο «ανοιχτό», όπως το χαρακτήρισε «ζήτημα των Τσάμηδων» για να μη ξεχνάμε πως παλιότερα είχε φτάσει στο σημείο να πει πως η Ακρόπολη διασώθηκε χάρη στους Αλβανούς.

Η Ελλάδα μοιάζει να είναι περικυκλωμένη. Γι' αυτό και το θέμα των Σκοπίων πρέπει να επιλυθεί και μάλιστα άμεσα. Μπορεί να θεωρούμε πως έχουμε το δικαίωμα να επιβάλουμε σε μία χώρα πως θα λέγεται ή δεν θα λέγεται, αλλά η αλήθεια είναι πως στη διεθνή κοινότητα δεν υπάρχει κανείς που να θεωρεί πως έχουμε το δικαίωμα αυτό. Ακόμα όμως κι αν αυτό δεν αφορά τον μέσο Έλληνα πολίτη, που είναι περήφανος για την ιστορία του και δεν θέλει να την «μοιράζεται» με κανέναν, τον αφορούν άμεσα οι εξελίξεις στα Βαλκάνια.

Σε μία περίοδο που η αύξηση της ακροδεξιάς αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο η Ελλάδα έχει ανάγκη την σταθερότητα στα Βαλκάνια και είναι, σε μεγάλο βαθμό, στο χέρι της να την εξασφαλίσει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να παρουσιάζεται απροετοίμαστη να ζήσει σε έναν κόσμο όπου η γεωπολιτική έχει επιστρέψει – στον οποίο οι κυβερνήσεις, όπως και μεγάλο μέρος των πολιτών, έχουν εμμονή με σύνορα και εδάφη και τείνουν να ασχολούνται λιγότερο με την οικονομική ανάπτυξη και περισσότερο με την εθνική υπερηφάνεια.

Αυτό συμβαίνει σήμερα στα Δυτικά Βαλκάνια και γι' αυτό πριν από λίγο καιρό η ΕΕ παρουσίασε τη νέα στρατηγική της για την συγκεκριμένη περιοχή. Ο δεδηλωμένος στόχος της είναι να ενθαρρύνει τη μεταρρύθμιση στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κοσσυφοπέδιο, την πΓΔΜ και την Αλβανία, ανανεώνοντας την προοπτική ένταξης τους.

Ένα ανέκδοτο όμως που επικρατεί, όσον αφορά τα Βαλκάνια καταγράφει καλύτερα τη συγκεκριμένη προοπτική: «όταν πρόκειται για την ένταξη στην ΕΕ, η διαφορά μεταξύ των απαισιόδοξων και των αισιόδοξων είναι ότι οι αισιόδοξοι πιστεύουν ότι η Τουρκία θα ενταχθεί κατά τη διάρκεια της αλβανικής προεδρίας της ΕΕ, ενώ οι απαισιόδοξοι πως η Αλβανία θα ενταχθεί κατά τη διάρκεια της τουρκικής προεδρίας της ΕΕ». Που σημαίνει: ποτέ.

Αυτό δεν χρειάζεται να ισχύσει όμως και για τα Σκόπια. Ο Έλληνας πολίτης έχει παραδώσει πολλά τα τελευταία χρόνια και είναι λογικό ίσως να μην θέλει να παραδώσει κάτι ακόμα. Το όνομα «Μακεδονία». Οι πολιτικοί μας όμως έχουν υποχρέωση να ξεπερνούν τα προσωπικά τους αισθήματα και να λειτουργούν με βάση τη λογική και το συμφέρον της χώρας. Αυτό, στην περίπτωση του Σκοπιανού, σημαίνει συμβιβασμός.