....

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ: «ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ Η ΣΤΑΧΤΗ, ΜΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΤΕΙ»

Τον Μάρκο Μέσκο τον χάσαμε την πρώτη ημέρα του νέου έτους. Διένυε το 84 έτος της ηλικίας του, χτυπημένος σωματικά από την κακιά αρρώστια. Εν τούτοις, δεν μπήκε άσχημα το 2019, καθώς ο θάνατος ενός ποιητή στέκεται μία αφορμή να καταδυθούμε στα εσώτερα του εαυτού μας με τα ποιήματά του και έτσι στοχαστικά να «θαμπώσουμε» την εορταστική ατμόσφαιρα, γιαυτό που θα έπρεπε να βιώνουμε, καθημερινά, την ένδον εμπειρία.

Τον γνωρίσαμε από κοντά και δεν μάθαμε κάτι κανούριο απ’ αυτόν, εκτός κι αν ξαναμάθαμε ότι η ποίηση είναι ένα όχημα μέσα από το οποίο αλλάζεις και ξαλλάζεις, πάντα παλαιά και πάντα νέα. Μοναχικός και μονήρης, πολύ κοντά στις αγαπημένες αδελφές του, δεν ξέχασε ποτέ την Έδεσσα, τον γενέθλιο τόπο με τα ουδέποτε σβησμένα ίχνη από το αδελφοκτόνο αίμα του εμφυλίου και του μετεμφυλίου πάθους.

 

Όμως, με την πάροδο των ετών, απομακρύνεται από το φάσμα των τεθνεώτων συντρόφων, για να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε πάντα: στο πρωτεϊκά δίποδο το οποίο ως οιονεί τετράποδο σέρνεται εφαπτόμενο την λασπωμένη μακεδονική γη. Από εκεί τα χρώματα, τα αρώματα,  η δερματική αίσθηση των πραγμάτων, οι πέντε αισθήσεις σε εγρήγορση στην κίνηση της Ιστορίας και στην ακινησία της Μνήμης.

Ανασύραμε μία συνέντευξή του από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», η οποία δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο 2011, με αφορμή την παρουσία του Μάρκου Μέσκου στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων «Η ελληνική ποίηση σήμερα». Ας την [ξανα]διαβάσουμε:

 Η ποίηση έχει ομορφιά, κι αν ναι, περιγράφεται με λόγια;

«Την ομορφιά της ποίησης την υπολογίζω ως ένα αποκούμπι, που ενδεχομένως βοηθάει την αυτογνωσία μας και την ύπαρξη της οντότητάς μας. Η ποίηση είναι μία προσφορά που δεν εισπράττεται ποτέ, γι’ αυτό χρησιμοποιώ συχνά τα επιρρήματα «ίσως», «πιθανόν» και «ενδεχομένως». Οι βεβαιότητες είναι ελάχιστες στο χώρο της ποίησης. Να θυμηθούμε και τον Ρίλκε, ο οποίος υποστήριξε ότι η ποίηση είναι «η ομορφιά του τρομερού», όχι του τρομακτικού, αλλά της τρομερής δύναμης».

Είναι και μία συνομιλία με το κενό;

«Ναι, γιατί εάν η ποίηση είναι η αρχή της άγραφης τέχνης, ξεκινάει από το τίποτα, το κενό, το έλλειμμα, που αργότερα διαπιστώνεται».

Μεγάλο μέρος των ποιητικών σας καταθέσεων έχει αναφορές στην πρόσφατη Ιστορία. Συνομιλείτε με τους τεθνεώτες σαν να είναι ζώντες; Η εικονοποιία σας είναι ταρκοφσκικής και παρατζανοφικής αφετηρίας;

«Χαίρομαι που επισημαίνετε τον σκηνοθέτη Παρατζάνοφ (Παρατζανιάν). Θυμάμαι τα έργα του σαν ένα ευχάριστο σημείο αναφοράς και της δικής μου εικονοποιίας. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, η Ιστορία με απασχολούσε από την αρχή. Συμβαίνουν τόσα στην εποχή μας, βιώνουμε τόσες τρομακτικές πραγματικότητες. Τακτοποιώντας κάποια πράγματα στη σειρά, διαπιστώνω την αρχή του νεοελληνικού Εμφυλίου πολέμου με το πισθάγκωνα δεμένο έγκλημα του Θερμαϊκού. Από κει και πέρα, από νωρίς πολίτης του κόσμου, ενδιαφέρθηκα για όλα τα συμβαίνοντα στο νεοελληνικό και στον παγκόσμιο χώρο μας (κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά, αισθητικά βεβαίως). Ετσι άνοιξαν οι ορίζοντες ακόμη περισσότερο».

Θεσσαλονίκη ©Giovanni Giovannetti

Το δημοτικό τραγούδι είναι η καταγωγή της ποίησής σας;

«Αν την ταπεινή ποιητική μου καταγωγή δεικνύει το δημοτικό τραγούδι, νωρίς, πολύ νωρίς, διαπιστώνω την ανάγκη να συνομιλώ με τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Γιώργο Κοτζιούλα, τον Ρώμο Φιλύρα και τον «περίεργο» Μιχαήλ Μητσάκη που θεωρώ, επειδή έγραψε και κάποια ποιήματα, πρόδρομο του νεοελληνικού υπερρεαλισμού. Ας είναι καλά και ο Γιώργος Σαραντάρης και ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικόλας Κάλας του φάσματος αυτού. Αλλά πιστεύω ότι ο Μιχαήλ Μητσάκης είναι η αφετηρία».

Γεννιέστε στην Εδεσσα και γνωρίζετε εσείς, όπως όλη η νεότερη Ελλάδα, την εσωτερική μετανάστευση. Ερχεστε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’60: ποιους γνωρίζετε, ποιους συναντάτε;

«Βρίσκομαι στην Εδεσσα μέχρι την άνοιξη του 1965. Εχει ήδη κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι. Κάποια στιγμή διάφορες ανάγκες με υποχρεώνουν να πάρω το δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης. Κατεβαίνω λοιπόν στην Αθήνα. Προηγουμένως, έχω ένα φίλο (ήδη από το 1955), τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο. Κοντά και ο Θωμάς Γκόρπας. Σε λίγο, βρίσκομαι κοντά στο περιοδικό «Μαρτυρίες», που εκδιδόταν από την ομάδα του Μανόλη Λαμπρίδη, του Βύρωνα Λεοντάρη, του Στέφανου Ροζάνη, του Μάριου Αφεντόπουλου – Μαρκίδη, του Τάσου Πορφύρη και του Αντώνη Λαυραντώνη. Η δοκιμιογράφος Ρένα Κοσσέρη έρχεται αργότερα στην ομάδα, από την οποία πάντα περιμένουμε την έκδοση των ανέκδοτων δοκιμίων τους».

Τι κοινό χαρακτηριστικό έχουν τα μέλη αυτής της ομάδας;

«Βρίσκομαι κοντά στη διαπίστωση «ότι η τέχνη συχνά νοσταλγεί τον παράδεισο, αλλά αυτός βρίσκεται στην κόλαση της Ιστορίας» (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος). Νομίζω ότι αυτό κυρίως χαρακτηρίζει και τις γραφές της ομάδας μας. Δηλαδή, αν ένας ορισμός της ποίησης σήμερα με καλύπτει περισσότερο από άλλους ανεπαρκείς, πιθανόν να είναι και ο απελπισμένος έρωτας της ουτοπίας».

Πιστέψατε στην ουτοπία;

«Είναι αυτονόητο. Και στον έρωτα και στην ουτοπία. Κι όταν λέω έρωτα, εννοώ την ερωτική θέρμη προς τα πρόσωπα και προς τα πράγματα των ανθρώπων. Η ουτοπία μπορεί να επηρεάζει και να ενδιαφέρει εσαεί την εσώτερη ανικανοποίητη εικόνα της Πολιτείας, που ονειρευόμαστε».

Η σύνδεσή σας με την Αριστερά σάς έδωσε χαρές, σας έδωσε και πίκρες;

«Η σύνδεσή μου με τον κόσμο της Αριστεράς είναι αυτονόητη, διότι η ψυχή μου παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα της Ιστορίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’40, όχι ως μνήμη ζωής, αλλά ως καθημερινό βίωμα. Με το τέλος του Εμφύλιου, η ψυχή μου είχε τις συμπάθειες και τις εκτιμήσεις της, που ήταν φυσικά ο ηττημένος κόσμος της Αριστεράς. Το 1951 με το 1952 διαβάζω για πρώτη φορά τον «Ιστορικό υλισμό» και διαπιστώνω αμέσως ότι μου είναι γνωστά τα πράγματα του βιβλίου. Από κει και πέρα φυσικά δεν μονοπώλησα τις συμπάθειες και τις εκτιμήσεις, αλλά οι περισσότερες από αυτές προέρχονται σίγουρα από τα αιτήματα και όνειρα της Αριστεράς. Είναι ακριβώς η Κόλαση της Ιστορίας, που προηγουμένως υπαινίχθηκα».

Σήμερα πώς αυτοπροσδιορίζεστε; Αισθάνεστε πολίτης του κόσμου ή παραμένετε επικεντρωμένος στη μακεδονική ενδοχώρα;

«Αν πρέπει να συμβεί αυτό εδώ, δηλαδή να αυτοπροσδιοριστώ ποικιλοτρόπως, θα έλεγα ότι δεν αποποιούμαι καμία πτυχή της ιστορικής πολιτιστικής διαστρωμάτωσής μου. Αισθάνομαι ζάπλουτος, μ’ όλο το φορτίο. Αν είναι μοιραίο να απομείνει κάτι από τη γραφή μου, έχει καλώς. Διαφορετικά, δεν χάθηκε ο κόσμος. «Ανέκαθεν κόρη της φωτιάς η στάχτη, μα δεν ανάφτει», χαράζω σ’ ένα μελλοντικό μου ποίημα».

 

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Κατηγορία: 

Σχόλια - Facebook Comments