....

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΣΟΥΛΕΪΜΑΝΟΓΛΟΥ: ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΤΣΟΥΛΗ

 

Σεπτέμβριος του 1900

Στον οικισμό των Λύκων (Βουλκογιάννοβο τότε) οι κάτοικοι σκυθρωποί και φοβισμένοι ετοιμάζονταν να κηδέψουν δεκαεξάχρονο παλληκάρι, τον Αγγελάκη.

Το κλίμα ήταν βαρύ.

Όλοι ήταν πολύ στεναχωρημένοι, μα πιο πολύ ο Γιώργης, ο εξάδελφος και φίλος του νεκρού.

Ο άτιμος ο τούρκος ο Σουλεϊμάνογλου τον σκότωσε για να του πάρει ένα τουρβά καλαμπόκι μπροστά στα μάτια του.

Τον καιρό εκείνο οι τούρκοι μπέηδες και αγάδες της Δραγουμάνιτσας (Άψαλος Αλμωπίας) έχοντας βάλει στο μάτι τα εύφορα χωράφια και πλούσια βοσκοτόπια των Λύκων, με αιχμή του δόρατος τον δυνατό και εύρωστο Σουλεϊμάνογλου έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών.

Με επιθέσεις και αρπαγές καθώς και βιαιοπραγίες καταπίεζαν τους χωρικούς συνεχώς.

Οι τζανταρμάδες (χωροφύλακες) και οι βοεβόδες (προεστοί) δεν μπορούσαν να επιβάλουν την τάξη, μια και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε φθίνουσα πορεία την εποχή εκείνη.

Καταραμένε Σουλεϊμάνογλου, σκεφτόταν ο Γιώργης κάθε φορά που άκουγε για κάποιο συμβάν εις βάρος των χριστιανών.

Θύμωνε πολύ, και ο θυμός γίνονταν οργή και μίσος.

 

Αύγουστος 1903

Πέρασαν τρία χρόνια. Ο Γιώργης έγινε ένα δυνατό και ψηλό παλληκάρι, δεκαοκτάχρονο με χέρια δυνατά και φαρδιές πλάτες. Έσφιγγε την πέτρα και έβγαζε νερό. Τέτοια δουλεμένα παιδιά ακόμη βγάζουν τα χωριά μας.

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος έκαιγε δυνατά και τα κοπάδια έψαχναν παχιές σκιές κάτω από τα πλατάνια και δίπλα σε ρέματα για λίγη δροσιά.

Κατά το σούρουπο ένα μικρό κοπάδι πρόβατα δίπλα από το μεγάλο βράχο (γκουλέμ κάμεν) ήταν έτοιμο για άρμεγμα.

Η στρούγκα φτιαγμένη κάτω από το γέρικο καραγάτσι ήταν προφυλαγμένη καλά.

Τα χρόνια εκείνα οι βοσκοί κοιμόντουσαν μαζί με το κοπάδι σε κάποια καλύβα.

Ο Γιώργης με τον πατέρα του και τον αδελφό του ήταν έτοιμοι να αρχίσουν το άρμεγμα όταν ξαφνικά ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων.

Τα σκυλιά αγρίεψαν και γάβγιζαν δυνατά.

Τουφεκιές ακούστηκαν και έπεσαν νεκρά.

Ο Σουλεϊμάνογλου με δύο ακόμη τούρκους επιτέθηκαν στους βοσκούς με βρισιές και απειλές.

Όμως ο Γιώργης χωρίς να φοβηθεί, με ψυχραιμία και θάρρος, άρπαξε ένα παλούκι μυτερό από κέδρο που βρισκόταν στην είσοδο της στρούγκας και ορμώντας το έμπηξε στην κοιλιά του αλόγου, ρίχνοντας το μαζί με τον αναβάτη.

Με το ίδιο παλούκι κτύπησε τον Σουλεϊμάνογλου στο κεφάλι και τον έστειλε στον άλλο κόσμο.

Βλέποντας αυτό οι συνοδοί τούρκοι τρόμαξαν και εξαφανίστηκαν.

Τρείς ημέρες ο νεκρός Σολεϊμάνογλου βρισκόταν εκεί και δεν ήρθανε να τον πάρουν.

Τότε οι χωρικοί πήραν ένα μεγάλο σακί τον έβαλαν μέσα και τον φόρτωσαν διπλωμένο σε ένα γαϊδαρο.

Τον έθαψαν λίγο παραπάνω, στην άκρη ενός χωραφιού δίπλα σε κάποιους βράχους.

Από τότε και μέχρι τις μέρες μας ο τόπος αυτός λέγεται «ΣΟΥΛΕΪΜΑΝΟΓΛΟΥ ΓΚΡΟΠ» που σημαίνει στην ντοπιολαλιά του «ΣΟΥΛΕΪΜΑΝΟΓΛΟΥ ΤΑΦΟΣ».

Ησύχασε ο τόπος και οι χριστιανοί.

Η λαϊκή μούσα του χωριού έβγαλε κάποιο τραγούδι για το κατόρθωμα του Γιώργη που στα δεκαοκτώ του χρόνια κατάφερε να νικήσει έναν τριαντάχρονο και πολύ δυνατό εχθρό.

Το έλεγαν οι γυναίκες στα εντόπικα και μεταφράζεται κάπως έτσι:

«Μάρτυρας το καραγάτσι και ο μεγάλος βράχος στο κατόρθωμα του Γιώργη του Βοσκού.Τον κάλεσε και η πηγή με γάργαρη φωνή. Έλα Γιώργη να πιείς νερό να ξεδιψάσεις και να ξαποστάσεις».

Η περιοχή που έγινε το συμβάν ονομάστηκε από το όνομα του Γιώργη «Γιώργισσα». Σήμερα προφέρεται σαν «ΓΚΙΟΡΣΑ».

Η δε πηγή ονομάστηκε «αραμίϊκα τσέσμα» δηλαδή των κλεφτών βρύση, διότι εκεί πλέον σύχναζαν κυνηγημένοι και όσοι δεν άντεχαν την καταπίεση των τούρκων.

Ο Γιώργης έφυγε από το χωριό και κρύφτηκε στη θέση «ΒΑΡΤΟΠ» κάπου στα δυτικά.

Μετά από λίγο καιρό εμφανίστηκε στα μέρη τα γνωστά αρματωμένος με ομάδα ανταρτών.

Η εφημερίδα «Εμπρός» των Αθηνών το 1908 έγραφε γι’ αυτούς και ανέφερε ότι μια ομάδα ανταρτών εμφανίστηκε στα χωριά της Έδεσσας «Βοδενά» μαζί με κάποιον νεαρό από το «Βουλκογιάννοβο» (Λύκους) εννοώντας τον Γιώργη φυσικά.

Στην ομάδα επίσης συμμετείχαν και άλλοι από διπλανά χωριά. Ένας από «ΠΟΤΣΕΠ» (Μαργαρίτα), δύο από «ΒΟΔΕΝΑ» (Έδεσσα), ένας από «ΒΛΑΔΟΒΟ» (Άγρας) και ένας από το «ΚΡΟΝΤΣΕΛΟΒΟ» (Κερασιά).

Η δράση τους ήταν ως επί το πλείστον στα βόρεια χωριά της Έδεσσας και της Καρατζόβας (Αλμωπία).

Εν τω μεταξύ ξεκίνησε η ένοπλη φάση του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι υπό κατάρρευση και ο κόσμος υπέφερε από Κομιτατζήδες Βούλγαρους, τουρκικές τσέτες (οπλισμένες ομάδες) αλλά και άλλους παρανόμους.

Ο Γιώργης και η ομάδα του προστάτευε τα χωριά από όλους αυτούς με θάρρος χωρίς να υπολογίζει τη ζωή του.

Δύσκολα χρόνια με σκοτωμούς και αρπαγές, πολύ κακό στον χώρο της Μακεδονίας, ειδικά στα χωριά.

 

Το έτος 1908 έγινε το περιβόητο «ΧΟΥΡΙΕΤ» (ελευθερία) Τούρκοι αξιωματικοί καθαίρεσαν τον ΣΟΥΛΤΑΝΟ και ανέλαβαν την ηγεσία της παραπαίουσας πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Υποσχέθηκαν ισονομία, ισοπολιτεία σε όλους τους υπηκόους και αμνηστία στους αντάρτες.

Πήγε να ησυχάσει ο κόσμος, επιτέλους να έρθει ειρήνη.

Ο Γιώργης σταμάτησε τη δράση του.

Επέστρεψε στο χωριό και αρραβωνιάστηκε την όμορφη Κατερίνα.

Δικάστηκε όμως για το συμβάν με τον περιβόητο ΣΟΥΛΕΪΜΑΝΟΓΛΟΥ και κλείστηκε σε φυλακές της Βέροιας.

Μετά από δύο μήνες αποφυλακίστηκε και έγινε «ΠΑΝΤΑΡ» (αγροφύλακας) στα χωριά της Έδεσσας.

Τον Οκτώβριο του 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Έδεσσα και έδωσε μεγάλη μάχη έξω από τα Γιαννιτσά με τον τουρκικό στρατό.

Ο Γιώργης με παλιούς συντρόφους σαν ανιχνευτές τρύπωσαν μέσα στην πόλη σε κάποιο τούρκικο σπίτι για να βρούνε κάτι φαγώσιμο. Αφού είχαν να φάνε 2-3 μέρες.

Μόλις τους αντίκρισε ο τούρκος αγάς σωριάστηκε λιπόθυμος. Τον έβαλαν σε ένα μπαούλο και ζήτησαν από τις Χανούμισσες κάτι να φάνε.

Εκείνες τρομαγμένες τους έδωσαν αρνίσιο κρέας, ψωμί, τυρί, και λίγα ξερά σύκα.

Την ώρα που έτρωγαν ήρθανε Έλληνες στρατιώτες για έρευνα. Ανοίξανε το μπαούλο και βλέπουνε τον καλοθρεμμένο τούρκο που μόλις είχε συνέλθει.

Όταν τους είδε ξαναλιποθύμησε.

Το περιστατικό αυτό άρεσε στον Γιώργη να το διηγείται στα εγγόνια του και το διασκέδαζε έχοντας ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του.

Αργότερα έξω από την Θεσσαλονίκη έδωσε μάχη με τους Βούλγαρους.

Στους Βαλκανικούς πολέμους που ακολούθησαν έχασε δύο συντρόφους σε μάχες.

Εκεί γύρω στα 1920 σταμάτησε να πολεμά και γύρισε στο χωριό. Με υπομονή τον περίμενε η αρραβωνιαστικιά του.

Άνοιξε σπιτικό, έγινε νοικοκύρης, έφτιαξε κοπάδια με γίδια και πρόβατα.

Η αδυναμία του όμως ήτανε το άλογο του που είχε το χρώμα του κεραμιδιού.

Με αυτό γύριζε στα δάση, τα ξέφωτα και τους λόφους του χωριού, ήρεμος πλέον προσπαθώντας να ξεχάσει την πολυτάραχη ζωή του. Ο Γιώργης δεν γέλασε ποτέ από ψυχής. Όταν οι φίλοι του έσκαγαν στα γέλια από κάποιο αστείο ο Γιώργης μόνο χαμογελούσε.

Την πρωτομαγιά του 1974 ο Γιώργης απεβίωσε στην Έδεσσα μέσα στην αγκαλιά του εγγονού του.

Πολύς ήταν ο κόσμος στην κηδεία του.

 

Έτος 2004. Η Ελλάδα είναι έτοιμη για τους ολυμπιακούς αγώνες και οι τουρίστες είναι αρκετοί από διάφορες χώρες.

Κάποιο τηλεφώνημα από το Δημαρχείο της Έδεσσας με ενημέρωσε ότι ένας τούρκος υπήκοος ζήτησε συνοδό για ξενάγηση στο χωριό των Λύκων.

Ως πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου πήγα να τον συναντήσω.

Πιο πολύ από περιέργεια διότι το χωριό μας ποτέ δεν είχε τούρκους επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τι να θέλει; Ένας Τούρκος στα μέρη μας σκέφτηκα.

Με λίγα αγγλικά αλλά και στο τοπικό ιδίωμα συνεννοηθήκαμε μια χαρά.

Λεβέντης με παχύ μουστάκι και βαριά φωνή μου ζήτησε φθάνοντας στον οικισμό να τον δείξω κάποιες περιοχές με τα τοπωνύμια τους.

Μου έκανε εντύπωση που τα γνώριζε.

Σκεπτόμενος ότι ίσως έψαχνε κάποιο κρυμμένο θησαυρό επιφυλακτικά τον συνόδευσα με το αυτοκίνητο μου μέχρι εκεί που ζήτησε.

Όσο συζητούσαμε τόσο μου κινούσε την περιέργεια.

Κάποια στιγμή μου ανέφερε ότι εδώ στον μεγάλο βράχο από κάτω ο παππούς του πάλεψε με τον τρομερό Γιώργη και βρήκε τον θάνατο.

Με ξάφνιασε αυτό που είπε, αλλά βρήκα την ψυχραιμία μου γρήγορα και του απάντησα πως ο Γιώργης ήτανε ο δικός μου παππούς.

Κοιταχτήκαμε σαν δυο λιοντάρια έτοιμα να χιμήξουν το ένα στο άλλο.

Κοιταζόμασταν αμίλητοι ο καθένας με τις σκέψεις του.

Μετά εκατό χρόνια ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνος αντιμέτωποι στον ίδιο τόπο που πάλεψαν μέχρι θανάτου οι παππούδες τους.

Για λίγη ώρα ακουγόταν μόνον το θρόισμα των φύλλων από τον άνεμο.

Εκείνη τη στιγμή οι φωνές κάποιου τσομπάνου από το διπλανό λόφο προς τα πρόβατα του μας συνέφερε από τις κακές σκέψεις.

Του υπέδειξα που περίπου έθαψαν τον παππού του.

Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να λέει κάποιες λέξεις στα τούρκικα.

Του είπα ότι από τότε το μέρος αυτό λέγεται με το όνομα του παππού του μέχρι τις μέρες μας, και αυτό τον ικανοποίησε κάπως.

Στην επιστροφή δεν είπαμε και πολλά.

Μπροστά από την Βυζαντινή γέφυρα χαιρετηθήκαμε με χειραψία. Ήταν λεβέντης ο παππούς σου μου είπε.

Ήταν και οι δύο λεβέντες του απάντησα.

Χωρίσαμε με περίεργα συναισθήματα.

Ίσως έπρεπε να αγκαλιαστούμε. Ίσως….

 

«Αφιερωμένο σε αυτούς που αγαπούν τον τόπο τους και δεν ξεχνούν»

 

   ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΤΣΟΥΛΗΣ

    

           

   

Κατηγορία: 

Σχόλια - Facebook Comments