Σόφκα: Ο θρύλος μιας γυναίκας που πλήρωσε το τίμημα της εποχής της
Το ντοκιμαντέρ της Χριστίνας Τσατρσαράκη αναβιώνει μια αληθινή ιστορία του 1925
Συνέντευξη στο Γιώργο Ροδάκογλου
Ένας θρύλος που ταξίδεψε από στόμα σε στόμα για σχεδόν έναν αιώνα ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη μέσα από το ντοκιμαντέρ «Η Σόφκα» της Χριστίνας Τσαρτσαράκη. Η αληθινή ιστορία της νεαρής γυναίκας από τη Γρίβα του Κιλκίς, που το 1925 βρέθηκε αντιμέτωπη με τα αυστηρά κοινωνικά ήθη όταν έμεινε έγκυος εκτός γάμου, αποτέλεσε για τη σκηνοθέτρια ένα ερευνητικό και συναισθηματικό ταξίδι δέκα χρόνων. Το έργο θα κάνει την πρώτη του διεθνή προβολή στις 7 Δεκεμβρίου στο Λονδίνο, ενώ η ελληνική πρεμιέρα θα πραγματοποιηθεί στις 22 Δεκεμβρίου στον κινηματογράφο Αστέρια στα Γιαννιτσά. Η δημιουργός που κατάγεται από τις Αμπελιές του Δήμου Πέλλας και σήμερα ζει στο Λονδίνο, μιλά για την έρευνα, τη συγκίνηση και τη δεκαετή διαδρομή που την οδήγησαν στην ολοκλήρωση της ταινίας.
Χριστίνα πώς ήρθες για πρώτη φορά σε επαφή με την ιστορία της Σόφκας;
«Η πρώτη μου επαφή με την ιστορία της Σόφκας ήταν όταν ήμουν ακόμα χορεύτρια στον Πολιτιστικό Σύλλογο Αμπελιών και ο δάσκαλός μας, ο κύριος Ορέστης Στοιωάννου τότε, μίλησε για την ιστορία της Σόφκας, για την ιστορία του τραγουδιού και του χορού της Σόφκας».
Τι ήταν αυτό που σε συγκλόνισε και σε έκανε να θέλεις να την καταγράψεις;
«Εκείνο το διάστημα έκανα τα πρώτα μου βήματα στο θέατρο. Ακούγοντας την ιστορία της Σόφκας και ακούγοντας τη μελωδία, επνεύστηκα και έγραψα το πρώτο μου θεατρικό έργο, την πρώτη μου θεατρική παράσταση με τίτλο Σόφκα. Νομίζω ότι αυτό που με συγκλόνισε περισσότερο ήταν οι ίδιοι οι στίχοι του τραγουδιού, πίσω από τους οποίους βρήκα έναν καθρέφτη, μέσα από τον οποίο είδα τη θέση της γυναίκας της τότε εποχής».
Ξεκίνησες το έργο σου το 2016 και το ολοκλήρωσες τώρα, σχεδόν μία δεκαετία μετά. Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτή τη μακρά διαδρομή;
«Η έρευνά μου για τη Σόφκα ξεκίνησε το 2016. Σχεδόν μία δεκαετία μετά επιτέλους ολοκληρώνεται. Αυτό που με απογοήτευσε περισσότερο, και ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι μέσα σε αυτήν την πορεία, αφορούσε τη διάρκεια. Η απραξία, τα χρόνια της απραξίας, οι κλειστές πόρτες και ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχα πηγές, δεν είχα πληροφορίες».
Ποιες πηγές χρησιμοποίησες;
«Το ντοκιμαντέρ βασίζεται κυρίως σε προφορικές μαρτυρίες. Μαρτυρίες κατοίκων, τόσο της Γρίβας όσο και της Γουμένισσας. Μαρτυρίες από την οικογένεια της Σόφκας, τα ίδια τα παιδιά της Σόφκας, η οικογένεια Σαρτζή. Κάτι το οποίο ήταν εξαιρετικά συγκινητικό.
Το τραγούδι αυτό ταξίδεψε από στόμα σε στόμα σχεδόν έναν αιώνα. Πώς ένιωσες όταν άκουσες για πρώτη φορά το θρύλο ζωντανό, μέσα από τις μελωδίες και τους στίχους;
«Συνήθως, όταν χορεύαμε τη Σόφκα σε χορούς, εκδηλώσεις, πανηγύρια, τη χορεύαμε χωρίς τους στίχους, μόνο με τη μελωδία. Νομίζω ότι την πρώτη φορά που άκουσα τους στίχους, συγκινήθηκα πολύ».
Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο από τις μαρτυρίες των ανθρώπων της Γρίβας και της Γουμένισσας;
«Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο από τις συνεντεύξεις με τους κατοίκους ήταν η αυθεντικότητά τους και η αγάπη τους και ο σεβασμός τους προς την παράδοση».
Αισθάνθηκες κάποια στιγμή ότι η Σόφκα σου μίλησε μέσα από την έρευνα, ότι απέκτησες μια προσωπική σχέση με την ηρωίδα;
«Νομίζω πως κάθε καλλιτέχνης κάποια στιγμή ταυτίζεται με το έργο του. Εάν μπορώ να θεωρηθώ καλλιτέχνης, νομίζω ότι κάποια στιγμή καλλιτεχνικά και μεταφορικά, από την ίδια τη Σόφκα, μπορεί και να καθοδηγήθηκα».
Πιστεύεις ότι η ιστορία της Σόφκας αντικατοπτρίζει τη θέση της γυναίκας στη Μακεδονία και στην ελληνική κοινωνία του 1900;
«Πιστεύω ότι μέσα από το τραγούδι της Σόφκας μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τα ήθη και τις αξίες της τότε εποχής. Νομίζω ότι αυτός είναι ο πιο σημαντικός λόγος που θα πρέπει να υπάρχουν περισσότερες, τέτοιου είδους έρευνες».
Πόσο σημαντικό είναι για σένα να διασώζονται τέτοιες ιστορίες; Τι χάνεται όταν ένας θρύλος δεν καταγράφεται;
«Νομίζω ότι όταν αφήνουμε τέτοιες ιστορίες να χάνονται και δεν καταγράφονται τραγούδια, ιστορίες, παραδόσεις, παραμύθια, χάνεται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Τι θα ήθελες να νιώσει ο θεατής όταν θα δει το ντοκιμαντέρ; Ποιο είναι το βασικό μήνυμα που θες να αφήσει πίσω του;
«Αυτό που θα ήθελα να νιώσει ο θεατής όταν θα δει το ντοκιμαντέρ είναι, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ο πόνος. Είναι ο πόνος της Σόφκας. Το μήνυμα όμως που θα ήθελα να περάσει είναι η αξία της οικογένειας, η αξία της αγάπης, της παράδοσης, της κληρονομιάς μας».
Ποιο σημείο της ταινίας θεωρείς ως το πιο δυνατό συναισθηματικά;
«Το πιο δυνατό συναισθηματικό σημείο στο ντοκιμαντέρ νομίζω ότι είναι οι συνεντεύξεις με τα ίδια τα παιδιά της Σόφκας. Και αν μου επιτρέπετε να πω, είναι τα λόγια του Τριαντάφυλλου Σαρτζή».
Αν είχες τη δυνατότητα να μιλήσεις με τη Σόφκα, τι θα ήθελες να τη ρωτήσεις;
«Αν είχα τη δυνατότητα να μιλήσω με τη Σόφκα αυτή τη στιγμή, θα ήθελα να την ρωτήσω εάν τα δάκρυα που έριξε, που ήταν δάκρυα ντροπής, έχουν πλέον μετατραπεί σε δάκρυα περηφάνειας».
Μετά από αυτό το έργο, ποια ιστορία θα ήθελες να αποκαλύψεις ή να φωτίσεις στο μέλλον;
«Μετά από αυτό το έργο, έχοντας πολλά project στο μυαλό μου και κάποια τα οποία έχουμε ξεκινήσει και δουλεύουμε, ένα τραγούδι, μια μελωδία που με έχει αγγίξει, είναι «Οι φωτιές της Μυτιλήνης».
Και τέλος, πώς σε άλλαξε ως άνθρωπο και ως δημιουργό η δεκαετής ενασχόλησή σου με αυτή την υπόθεση;
«Νομίζω ότι μετά από τόσα χρόνια επιμονής και υπομονής ώστε να ολοκληρωθεί αυτό το έργο, νιώθω ευγνώμων και αυτό που με άλλαξε, είναι ότι μεγάλωσα μέσα από αυτό και ένιωσα ότι συνδέομαι με τις ρίζες μου».
Ακούγοντας τη Χριστίνα Τσαρτσαράκη, γίνεται ξεκάθαρο ότι η Σόφκα δεν είναι απλώς ένα ντοκιμαντέρ είναι ένας φόρος τιμής στη συλλογική μνήμη. Η δεκαετής επιμονή της δημιουργού αναδεικνύει τη σημασία της προφορικής παράδοσης και τη δύναμη που κρύβουν οι καθημερινοί άνθρωποι όταν αποφασίζουν να κρατήσουν μια ιστορία ζωντανή. Και αυτό ακριβώς έκαναν οι κάτοικοι της Γρίβας.
Η ιστορία της Σόφκας, της νεαρής κοπέλας που έμεινε έγκυος εκτός γάμου στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν είναι απλώς ένα παραδοσιακό τραγούδι που ξεκινάει από τη Γρίβα του Νομού Κιλκίς. Είναι ένας καθρέφτης μιας εποχής όπου η γυναίκα ζούσε υπό το βάρος αυστηρών κοινωνικών κανόνων, ενός κόσμου στον οποίο η τιμή, η ντροπή και το «πρέπει» καθόριζαν τη μοίρα της.
Πριν το τραγούδι καταγραφεί γραπτώς το 1984, μεταδιδόταν προφορικά για δεκαετίες, μεταφέροντας από γενιά σε γενιά τις μνήμες, τους φόβους και τις κοινωνικές προσδοκίες μιας εποχής που δεν άφηνε χώρο στη διαφορετικότητα. Έτσι η γυναικεία ταυτότητα που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την τιμή της οικογένειας επέφερε ακόμη και τον κοινωνικό αποκλεισμό γιατί μια κοπέλα που έμενε έγκυος εκτός γάμου θεωρούνταν «ατιμασμένη» και στιγματιζόταν.
Η ιστορία της Σόφκας από τη Γρίβα αναδεικνύει αυτό ακριβώς. Το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής. Το ρόλο του πατέρα που, αντί να αποκηρύξει, επιλέγει να στηρίξει την κόρη του, κρατώντας μια στάση συγκινητική αλλά και σπάνια για την εποχή. Επιπλέον αναδεικνύει την πίεση της κοινωνίας πάνω στη γυναίκα, να παντρευτεί και να «διορθώσει» την εικόνα της στα μάτια των άλλων. Έτσι με την πάροδο των χρόνων η Σόφκα γίνεται, σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής όπου η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα στη δική της αλήθεια, δηλαδή δεν είχε κανένα δικαίωμα στη δική της ζωή.
Το τραγούδι «Σόφκα» χορεύεται σήμερα σε πανηγύρια, σε χορευτικούς συλλόγους, σε παραδοσιακά φεστιβάλ σε ολόκληρη την Ελλάδα. Έχει γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα και αναγνωρίσιμα τραγούδια της Μακεδονίας.
Όμως, πόσοι από αυτούς που το χορεύουν γνωρίζουν την πραγματική ιστορία;
Οι περισσότεροι το αντιμετωπίζουν ως ένα δυναμικό παραδοσιακό χορευτικό κομμάτι χωρίς να γνωρίζουν το κοινωνικό δράμα που κρύβεται πίσω από τους στίχους. Και αυτό γίνεται επειδή το ίδιο το τραγούδι, με τον έντονο ρυθμό και την χορευτική του δομή, δε φανερώνει το βάρος της ιστορίας που μεταφέρει.
Έτσι, η Σόφκα καταλήγει να χορεύεται με χαρά, ενώ το περιεχόμενό της είναι γεμάτο πόνο, αγωνία και κοινωνικές πληγές. Ο χορός αυτός όμως αποτελεί ένα παράδειγμα, του πώς, η προφορική παράδοση μπορεί να μετατραπεί με τον καιρό σε πολιτιστικό προϊόν, αποκομμένο από την πραγματική του ρίζα.
Ένα βασικό ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι κατά πόσο η κοινωνία έχει αλλάξει βαθιά από το 1900. Η γυναίκα σήμερα έχει δικαιώματα, φωνή, δυνατότητα επιλογής. Η εγκυμοσύνη εκτός γάμου δεν αποτελεί πλέον κοινωνικό «σκάνδαλο». Οι οικογένειες και η κοινωνία είναι πιο αποδεκτές και οι γυναίκες δεν καθορίζονται από τα στερεότυπα του παρελθόντος. Όμως… έχουν εξαφανιστεί οι «Σόφκες»;
Η απάντηση είναι πιο σύνθετη.
Υπάρχουν δυστυχώς ακόμα και σήμερα γυναίκες που βιώνουν κοινωνική πίεση και τους αυστηρούς οικογενειακούς κανόνες, το στιγματισμό για επιλογές που δεν συμβαδίζουν με τις προσδοκίες της κοινωνίας, το φόβο απέναντι στη διαφορετικότητα, την κριτική για τις προσωπικές τους σχέσεις, το φόβο για το «τι θα πει ο κόσμος».
Σε ορισμένες κλειστές κοινωνίες ή οικογένειες, η ιστορία της Σόφκας μοιάζει ακόμα τρομακτικά οικεία. Η κοινωνία μπορεί να έχει εξελιχθεί, αλλά τα κοινωνικά στερεότυπα παραμένουν, απλώς άλλαξαν μορφή.
Ωστόσο η ιστορία της Σόφκας είναι μια υπενθύμιση ότι οι γυναίκες στο παρελθόν κουβαλούσαν βάρη που εμείς σήμερα πολλές φορές αγνοούμε. Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι η κοινωνική προκατάληψη δεν εξαφανίζεται από μόνη της αλλά χρειάζεται παιδεία, διάλογο και ενσυναίσθηση.
Όταν λοιπόν χορεύουμε σήμερα τη «Σόφκα», ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε το εξής: Χορεύουμε απλώς έναν όμορφο ρυθμό ή έναν ολόκληρο αιώνα κοινωνικών αγώνων;
Και κυρίως. Μήπως γύρω μας, υπάρχουν ακόμη γυναίκες που χρειάζονται στήριξη, κατανόηση και μια κοινωνία που δε θα τις κρίνει αλλά θα τις αγκαλιάσει, όπως έκανε κάποτε ο πατέρας της Σόφκας;
Σχόλια - Facebook Comments