....

"Ο ΜΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ" : ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑ

Ο ΜΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

 

Μπαίνοντας ο Μάρτης, στο μυαλό μου πάντα στριφογυρίζει η μεγάλη Γιορτή της 25ης Μαρτίου. Και ως «αθεράπευτος εραστής» του παρελθόντος και περισσότερο των παιδικών μου χρόνων, πάλι γυρίζω πίσω τον χρόνο, κάποιες 10ετίες, όταν η μέρα αυτή στο σχολείο μας αλλά και στο χωριό, γιορταζόταν όπως θα λέγαμε σήμερα με «εξαιρετική λαμπρότητα» .

 Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω το θρησκευτικό περιεχόμενο της Γιορτής, θα αναφερθώ σε γεγονότα του Σχολείου, που έχουν σχέση μόνο με την εθνική της σημασία. Η προετοιμασία λοιπόν γι’ αυτή τη γιορτή, ξεκινούσε από τις αρχές του μήνα!       

Για τον λόγο αυτό σε όλες τις τάξεις επικρατούσε αναβρασμός. Οι δάσκαλοι έπρεπε να μοιράσουν τα ποιήματα και τους «διαλόγους» στους μαθητές, να διαλέξουν τα τραγούδια που θα ειπωθούν ενδιάμεσα, να κάνουν δοκιμαστικές παρελάσεις και προπάντων να σκεφθούν και να βρουν τον εξοπλισμό «επί της σκηνής», ο οποίος σχετιζόταν κυρίως με τους διαλόγους. Με άλλα λόγια έπρεπε να κάνουν τον σκηνοθέτη, χωρίς βέβαια να έχουν κάποια σπουδή στην τέχνη. Πιο μπροστά όμως απ’ όλα, έπρεπε να ετοιμάσουν την σκηνή σε κάποια αίθουσα του Σχολείου και φυσικά να διαμορφώσουν και τον χώρο των θεατών.

Έτσι ο δάσκαλος και διευθυντής του Σχολείου, έχοντας εμπειρία στα θέματα, πέρα από τα διδακτικά του καθήκοντα, έπιανε δουλειά εργολάβου- σκηνοθέτη. Τον θυμάμαι, λες και είναι τώρα, να έχει κρεμασμένο το μαύρο μακρύ παλτό του σε ένα καρφί του τοίχου και με ένα σκεπάρνι στο χέρι, να καρφώνει τις βάσεις και πάνω σ’ αυτές τα πατόξυλα της σκηνής, να περνάει τους κρίκους στο βυσσινί πανί της αυλαίας και γενικά να κάνει τα πάντα, προκειμένου η σκηνή να είναι ασφαλής και λειτουργική.

Βοηθοί του, οι μαθητές από τις μεγαλύτερες τάξεις, τους οποίους πολλές φορές παρατηρούσε έντονα,  επειδή «παιδία όντα», θεωρούσαν την όλη διαδικασία παιχνίδι και τον άφηναν να εργάζεται μόνο του και καταϊδρωμένο!

 Σε ότι αφορά τώρα τη διαμόρφωση της αίθουσας των θεατών, αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο να γίνει, αφού οι δύο αίθουσες χωρίζονταν με συρόμενες ξύλινες πόρτες, που όταν αυτές διπλώνονταν στους τοίχους, γινόταν μια μεγάλη αίθουσα. Οι χωριανοί – θεατές, παρακολουθούσαν εδώ τα «δρώμενα» πάνω στη σκηνή, καθισμένοι στα ίδια θρανία που  καθόμασταν και εμείς  την ώρα  του μαθήματος ή ήταν όρθιοι.

Και στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ιδιαίτερα, πόσο μεγάλη σημασία έδινε τότε το σχολείο σ’ αυτές τις γιορτές, που μαζεύονταν οι γονείς  να δούνε και να ακούσουν τα παιδιά τους, να λένε τα ποιήματα ντυμένα τσολιάδες ή να παίρνουν μέρος σε κάποιο διάλογο (σκετς), ντυμένα παπάδες, στρατιώτες και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανένας. Βλέποντας σήμερα κάποιες φωτογραφίες μου, που με απαθανατίζουν στη σκηνή να παίζω κάποιο ρόλο, ντυμένος όπως προανέφερα, έρχονται στην μνήμη μου εικόνες από εκείνες τις στιγμές, που με κάνουν άλλοτε να χαίρομαι, επειδή  ζήσαμε έντονα όλα αυτά στην παιδική μας ηλικία και άλλοτε να μελαγχολώ, που όλα αυτά σήμερα ξεπεράσθηκαν και κάποιες αξίες ισοπεδώθηκαν, με αποτέλεσμα τα παιδιά μας, σχεδόν να μην θυμούνται τίποτα από αυτή την σχολική ηλικία και όλα να τα θεωρούν περιττά, ανούσια και παρωχημένα.

Και όμως, όλα είχαν τη σημασία τους!

Μετά λοιπόν από το στήσιμο της σκηνής για να επανέλθουμε, άρχιζαν οι δοκιμές μέχρι την τελική παράσταση, αφού βέβαια προηγουμένως είχαμε αποστηθίσει τα λόγια. Ο κάθε δάσκαλος συμβούλευε τους μαθητές του, σε ποιο σημείο θα έπρεπε να υψώσουν τη φωνή στο ποίημα ή τον διάλογο, πού έπρεπε να την κατεβάσουν και πού θα έπρεπε να γελάνε, να κλαίνε ή να είναι σοβαροί. Ακόμα, τί θα έπρεπε να κάνουν πάνω στη σκηνή ανάλογα με τα λόγια, έτσι ώστε αυτά να συμβαδίζουν με τη πράξη και να αποδίδεται έτσι ο ρόλος με πειστικότητα. Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα, που άλλοτε είχε ένταση, εξ αιτίας των παρατηρήσεων από τους δασκάλους και άλλοτε ατέλειωτο γέλιο από τα λάθη των «ηθοποιών» μαθητών, που μόλις μάθαιναν να παίζουν τον ρόλο τους. Γενικά θα έλεγα ότι η προετοιμασία αυτή, είχε ένα πολύ χαρούμενο και πανηγυρικό χαρακτήρα με εικόνες που μου έμειναν αξέχαστες!

Οι γιορταστικές εκδηλώσεις ξεκινούσαν από την παραμονή, δηλαδή από το βράδυ της 24ης Μαρτίου με τη γνωστή λαμπαδηφορία. Κατ’ αυτή όλοι οι μαθητές, είχαμε στο χέρι μια ξύλινη βέργα, στην άκρη της  οποίας καρφώναμε ένα κουτί από κονσέρβα, το οποίο γεμίζαμε με στάχτη. Τη στάχτη τη βρέχαμε με πετρέλαιο. Ακολούθως με ένα σπίρτο ανάβαμε όλο αυτό το υλικό, το οποίο λαμπάδιαζε και έτσι με γραμμές, κρατώντας ψηλά τη βέργα, γυρίζαμε από άκρη σε άκρη όλο το χωριό, λέγοντας τραγούδια σχετικά με την εθνική γιορτή.

Το χαρμόσυνο μήνυμα της μεγάλης Επετείου για την ελευθερία, έπρεπε να περάσει και από το τελευταίο σοκάκι !  

Και φτάνουμε στην 25η Μαρτίου. Το πρωί ντυμένοι όλοι ομοιόμορφα, τα αγόρια με μπλε παντελόνι και άσπρη μπλούζα, ενώ τα κορίτσια με ποδιά, τηρώντας αυστηρά τις γραμμές μας, πηγαίναμε στην Εκκλησία. Αμέσως μετά ακολουθούσε η κατάθεση στεφάνων στο Ηρώο του χωριού, που τότε ήταν στο κέντρο της πλατείας και η καθιερωμένη ομιλία από τον δάσκαλο για την σημασία της Γιορτής. Γύρω- γύρω και απέναντί μας κόσμος και προπάντων οι γονείς μας ,που μας καμάρωναν βλέποντάς μας να ακούμε και να πειθαρχούμε στις εντολές των δασκάλων μας για ανάπαυση και προσοχή, σαν καλοί μαθητές.

Αλήθεια, πόσο πίσω στο χρόνο με πηγαίνει, βλέποντας τώρα που γράφω,  μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, από μια τέτοια ομιλία στο Ηρώο, στην οποία φαίνεται, όχι μόνο ο δάσκαλος που διαβάζει αλλά και πολλοί συμμαθητές μου εκείνης της εποχής, μεγαλύτεροι ή και μικρότεροι από μένα στην ηλικία !  

Ειλικρινά το λέω, είναι αδύνατον αναπολώντας τέτοια γεγονότα, να ελέγξεις τα συναισθήματα σου και να κρατήσεις τα μάτια σου, ώστε να μη δακρύσουν, για κάτι που έζησες και σου έκανε εντύπωση στην πιο τρυφερή παιδική σου ηλικία ! Και σε πιάνει ακόμα περισσότερο η συγκίνηση, όταν  διαπιστώνεις, πόσο μεγάλη χαρά μας ενέπνεαν τότε όλες οι εκδηλώσεις σ’ αυτές τις γιορτές, που όπως και να το κάνουμε, δεν τις θεωρούσαμε σαν να ήταν καταναγκαστικά έργα, αλλά  μια κατάσταση που τη βιώναμε ευχάριστα. Άλλωστε το γεγονός αυτό το βλέπει κανείς και στα πρόσωπα της φωτογραφίας! Και τελικά, πόσο μεγάλα πράγματα μας φαίνονταν τότε όλα αυτά, αυτά τα οποία σήμερα μας φαίνονται  μικρά και ασήμαντα !

Όταν λοιπόν τελείωνε η ομιλία, άρχιζε η παρέλαση στο ίδιο σημείο της πλατείας. Παρέλαση «εν μέσω χειροκροτημάτων». Χαρούμενα και γελαστά πρόσωπα, φώναζαν μπράβο στα νιάτα του χωριού τους, την αυριανή νεολαία, που θα πάρει τη σκυτάλη για τη συνέχιση της πορείας του Έθνους μας!

Και όταν τελείωνε και αυτή, άρχιζε το καλύτερο ! Από τον κλητήρα της Κοινότητας, που όλοι στο χωριό τον φώναζαν «Έλληνα», προσφερόταν εκείνο το πολυπόθητο άσπρο και κόκκινο λουκούμι μέσα στο ξύλινο κασελάκι. Ένα λουκούμι τόσο γλυκό και μυρωδάτο, που μόνο εκείνη την εποχή θα μπορούσε να ήταν τέτοιο! Πριν λίγε μέρες, συζητώντας γι’ αυτό το μεγάλο κέρασμα με κάποιον συγχωριανό μου, πιο μεγάλο από μένα στην ηλικία, μου εξομολογήθηκε ότι μέχρι και σήμερα, δεν μπορεί να θυμηθεί πόσα λουκούμια έφαγε πολύ παλιά την ίδια μέρα, επειδή μικρό παιδί τα λαχταρούσε η ψυχή του, και τη μέρα αυτή ήταν «τζάμπα».

Ο καημένος ήταν από φτωχή οικογένειά και δεν είχε λεφτά να το αγοράσει και να το γευτεί τις άλλες μέρες!

Όμως και εδώ οι εκδηλώσεις δεν τέλειωναν, γιατί το «ρεζουμέ» της υπόθεσης  βρισκόταν στο σχολείο κατά την  απαγγελία ποιημάτων και στο παίξιμο των διαλόγων (σκετς). Εκεί όλοι οι χωριανοί, είχαν δεν είχαν  παιδιά στο σχολείο,  έπιαναν από νωρίς πρώτη θέση στην αίθουσα για να ακούνε και να βλέπουν καλύτερα.

Και φυσικά εμείς οι μαθητές, πίσω από τη σκηνή και στο διάδρομο, περιμέναμε με ανυπομονησία να έρθει η σειρά μας, προκειμένου να βγούμε στην αυλαία, ντυμένοι όπως έπρεπε και ανάλογα με τις απαιτήσεις της παράστασης. Η μεγάλη αγωνία, ο φόβος και η ντροπή έπρεπε να ξεπεραστούν, για να παίξουμε σωστά τον ρόλο μας και να δείξουμε πάνω στο σανίδι το τεράστιο «υποκριτικό» μας ταλέντο, έτσι ώστε να κάνουμε εντύπωση, κυρίως στους θεατές γονείς μας.

Αλλά όμως, παρά τις πρόβες που γίνονταν και παρά τις προσπάθειες για ψυχραιμία στη σκηνή, δεν έλλειπαν τα απρόοπτα. Έτσι  κάποιες φορές, ενώ το σκηνικό ήταν άκρως σοβαρό, αγγίζοντας τα όρια της τραγωδίας, εξαιτίας λαθών στα λόγια και στις κινήσεις των ηθοποιών, η εικόνα έβγαζε τέτοιο γέλιο, που νόμιζες ότι παίζεται  κωμωδία. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να ξεχάσω το γέλιο που έκανε το ακροατήριο, και εμείς βέβαια πίσω από τη σκηνή, από τη γκάφα ενός συμμαθητή μας, ο οποίος είπε υποδυόμενος έναν παπά στο Σούλι, αντί «τι θα γίνουν τώρα τα χάλια μας» του διαλόγου, «τι θα γίνουν τώρα τα χαλιά μας !». Μόλις ακούστηκε το λάθος, όλοι ξέσπασαν σε γέλια, μάλιστα μερικοί του φώναζαν ότι ήθελαν να του τα αγοράσουν και να μη στενοχωριέται γι αυτό, άλλοι τον προέτρεπαν να τα πάρει και να τα πουλήσει και άλλοι να τα στρώσει στο σπίτι του.

Ακόμα θυμάμαι και κάποιον άλλο συμμαθητή μας, που ενώ έκανε τον Κολοκοτρώνη ντυμένος τσολιάς, όλη την ώρα στο διάλογο πάνω στη σκηνή, του έπεφτε το μεγάλο  μάλλινο σώβρακο που φορούσε κάτω από τη φουστανέλα του, και το οποίο ο φουκαριάρης ήταν αναγκασμένος κάθε τόσο να το σηκώνει, προκαλώντας έτσι με αυτές τις κινήσεις του αβάσταχτο γέλιο. Όπως και να το κάνουμε, ο παππούς του από τον οποίο το δανείσθηκε, ήταν άλλων διαστάσεων !

Αλλά και ο γράφων μια φορά προκάλεσε γέλιο στους θεατές. Υποδυόμενος λοιπόν και αυτός ένα σουλιωτόπουλο, που έχασε τον πατέρα του στη μάχη με τους εχθρούς και ενώ τον αναζητούσε φωνάζοντας, «πατέρα- πατέρα», κάποιος από κάτω μου πέταξε στην ψύχρα, «ρε, εδώ είναι μην κλαις» και έδειξε τον πραγματικό μου πατέρα μου που ήταν κοντά του. Δεν ξέρω, βλέποντας όλοι να γελάνε  στην αίθουσα με το αστείο που είπε ο χωριανός, έπαθα μπλακάουτ και ξέχασα παρακάτω τα λόγια. Στην κυριολεξία βουβάθηκα και δεν μπορούσα να συνεχίσω, παρά του ότι μου υπενθύμιζε τι να πω ο υποβολέας δάσκαλος πίσω από το παραβάν.

Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες πολλές τέτοιες περιπτώσεις αθώων λαθών και καλοπροαίρετων γέλιων που λάμβαναν χώρα σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, όμως δεν με παίρνει η στήλη. Ένα όμως έχει σημασία! Ό,τι κάναμε τότε στη γιορτή και γενικότερα στο σχολείο, το ζούσαμε. Είναι βιώματα που χάραξαν τη μνήμη μας και έμειναν σ’ αυτή ανεξίτηλα. Δεν τα διέκρινε η  πολυτέλεια, ούτε ήταν δήθεν, φαντασμαγορικά και ψεύτικα. Και επειδή ήταν αληθινά, μέσα από την απλότητα που τα χαρακτήριζε, έβγαιναν για όλους μας έξω, μάλιστα πολύ πλούσια, η ευχαρίστηση γι’ αυτό που κάναμε και η χαρά μας ως ηθική αμοιβή. Πιστεύαμε οι αθώες ψυχές, πως ό,τι κάναμε το κάναμε καλά καθώς βλέπαμε στα μάτια των άλλων την καταξίωσή μας. Ότι δηλαδή αξίζαμε και ότι αυτοί μας παραδέχονται.

Άλλωστε όλα τα παραπάνω δεν φανέρωναν και τα θερμά χειροκροτήματα στο τέλος της παράστασης!  

Αυτά λοιπόν τότε για την εθνική Γιορτή της 25ης Μαρτίου στο χωριό μας την Δωροθέα. Αυτά και άλλα που ίσως να ξέχασα για όσους θέλουν να θυμούνται και για όσους θέλουν να γνωρίζουν ένα ζωντανό κομμάτι από το παρελθόν και την ιστορία της.-                                                                                                                                    

                                                                                           ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Σχόλια - Facebook Comments