
"ΤΟ ΠΟΤΑΜΑΚΙ" ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑ
ΤΟ ΠΟΤΑΜΑΚΙ
Πέρναγε λίγα μέτρα μακριά απ’ την αυλή μας. Φιδωτό μέσα στο χωριό καιίσιο όταν έβγαινε έξω κι έφτανε κοντά μας. Ίσιο μάλιστα σε αρκετή απόσταση καιπροπάντωνεδώ σε μας όχι και τόσο βαθύ.
Για μένα ήταν τ’«αγαπημένο» μου ποταμάκι. Έτσι το έλεγα πάντοτε. Κάπως έτσιτο αποκαλούσαν κι οι γονείς μου. Έτσι τις περισσότερες φορές κι όλη η μικρή μας η γειτονιά!
Και πραγματικά. Μέσα στην κοίτη του, τ’ όμορφο αυτό στοιχείο της φύσης, σε συνδυασμό βέβαια με το μαγευτικόπεριβάλλον, κύλαγε τόσο ήρεμο, τόσο ήσυχο, που όταν πήγαινες κοντά του να το δεις ένοιωθες και εσύ μέσα στην ψυχή σου μια πηγαία κι ασίγαστη γαλήνη. Έτσι, πολλές ήταν οι φορές πουόταν ο δρόμος σ’ έβγαζε προς τα εδώ, κάτι το περίεργο να σε τραβά απ’ το ρούχο για να κάτσεις μαζί του. Να μένεις εκείμε τις ώρες στο πλάι τουκαι κουρασμένος «πεζοπόρος της ζωής»να απολαύσεις, ό,τι δεν μπορούσες να χαρείς σαν κοινωνικός άνθρωποςμέσα στην αφόρητη κίνηση του πολιτισμού μας και την ενοχλητική βοή της καθημερινότητας.
Νερό να τρέχει μέσα του. Νερό από χρυσάφι κι ασήμι. Να περνάει πάνω από χίλιες λογιών πέτρες, μεγάλες και μικρές, όλες με διαφορετικά χρώματα και στα σωθικά του να έχει για ανεκτίμητα δώρα εκείνο το γαλάζιο τ’ ουρανού και τις αχτίνες του ήλιου. Και τα βράδια, πάλι μέσα του τον ίδιο ουρανό, τώρα όμωςμε τ’ αστέρια να τρεμοσβήνουνστοσώμα του. Έμοιαζαν και τα δυο αυτές τις ώρες ν’ ανοίγουν διάλογο μεταξύ τους και να κάνουν νυχτέρι τη μοναξιά τους.
Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν κι έτσι. Δεν τα βλέπουνε και δεν τ’ ακούνε όλα οι άνθρωποι!
Δίπλα του ακόμα,μόνιμη συντροφιά τα τέσσερα-πέντε πλατάνιαμε τα καταπράσινα φύλλατα καλοκαίρια και τις ένα σωρό φωλιές πάνω στα κλωνάρια τους,αλλά και τα πουλιά να πετάνε δεξιά κι αριστερά και να τσιρίζουν τα καταμεσήμερα. Επιπλέον, διψασμένα στοματάκια τα μικρά αυτά δημιουργήματα να κατεβαίνουν κάθε τόσο στις όχθες του προκειμένου να πιούνε μια σταλιά απ’ το δροσερό τουνεράκι ή και να βρέξουνε μ’ αυτό τα βελούδινα φτεράκια τους. Χάρμα η όλη εικόνα στα μάτια και στην καρδιά μια υπέροχη αγαλλίαση!
Μαζί εδώ και τ’αλαφρό κι απαλό αεράκι. Πιστό στα ραντεβού του δεν ξέχναγενα περάσει κι αυτό απ’ το ποτάμι, να παίξει στα ψηλά με τα φύλλα των δέντρων και κάτω στη γη να χαϊδέψει με την ανάσα του κάθε ζωντανό οργανισμό που θα τύχαινε μπροστά του. Ύστερα, στο διάβα του να μη λησμονείεπίσης να ψάξει να βρει και τις ιτιές, να κάτσει να παίξει και μ’ αυτές και με τα λεπτά κλωνάρια τους, δίνοντας έτσιλίγο απ’ την ανάλαφρη κι όλο ρυθμό ζωή του.
Περισσότερο, όμως,να δώσει σ’ αυτές τις λιγνές «κυρίες»,τις αιώνια σκυμμένες πάνω στο καλό μας ποταμάκι,λίγη χαρά, μήπως και γελάσουν αλλά κιεπιτέλους σταματήσουνγια λίγο να κλαίνε τον χαμό του αγαπημένου τους αδερφού, του Φαέθοντα, κατά τον μύθο. Τέλος,απ’ το φύσημα του γλυκού αυτού ζέφυρου πάνω και στα δικά τους τα φύλλα ν’ακουστεί τρυφερόκαι το γνωστό σφύριγμα, που όπως λένεφέρνει την έμπνευση για να γράψουν μουσική, τραγούδια και ποιήματαοικαλλιτέχνες και οι λογοτέχνες.
Όλα λοιπόν στην περιοχή σε μια απίστευτη μαγική ροή κι ακολουθία εκστατικών γεγονότων!
Ωστόσο έπιανε και τομεσημέρι. Αλήθεια, αυτές τις ώρες πόσο ο τόπος γινότανυπερβολικά ελκυστικός; Και μέχρι να πέσει ο ήλιος πόσο ακόμα περισσότερο; Γιαυτό, κάθε μέρα τέτοιες στιγμές ήταν αδύνατον να μη θέλεις να κάνεις μια βόλτα προς τα εδώ, το ποταμάκι, ιδίως τα καλοκαίρια που όλα γύρω σου ήταν βαμμένα με τα ομορφότερα χρώματα που είχε διαλέξει να βάλλει για το μέροςο Πλάστης και Δημιουργόςτους.
Επομένως, πώς ο καθένας μαςπου γνώριζε αυτόν τον παραδεισένιο τόπο, όλο αυτό το διάστημα μέχρι το βασίλεμα,να μην έχει τη σφοδρή επιθυμία και τη λαχτάρα να έρθειγια να κάτσει εδώ κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο των δέντρων;Και μετά,πώς να μη νοσταλγήσει να ξαπλώσει στο ζωντανό και τρυφερό γρασίδι που απλωνότανκουβέρτα στα πόδια του για να πάρει έναν εναέριο ύπνο,έξω από το σπίτι του και μέσα στο σπλάχνο του συναρπαστικούαυτού μεγαλείου της φύσης;
Συντροφιά εδώ,σ’ αυτόντον εξαίσιο, απολαυστικό, υπέροχοπερίπατο, ίσως κι ένα από ‘κείνα τα φορητά τρανζίστορ, περασμένο κατά τη διαδρομή στο χέρι μ’ ένα λουράκι που διέθετε το ίδιο. Έτσι απλά για ν’ ακούει τα τραγούδια του και σε κάθε βήμα ν’ ανεβαίνειη ρομαντική του διάθεσηγια τη ζωή.
Αλλά και για μένα, τον τότε μικρό και φαντασμένο μαθητή! Γιατί κάποιες φορές κι εγώ να μη στρωθώ εδώ κατάχαμα, σταυροπόδικαι να διαβάσω ένα ξεκούραστο περιοδικό ή και να μελετήσω τα μαθήματά μου που είχα την επόμενη μέρα;Πνευματική συγκέντρωση χωρίς μια φορά την ενόχληση των άλλων με ανούσιες συνήθειες και τακτικές της καθημερινότητες,περιττά προβλήματα και στεναχώριες της ηλικίας, που μου χάλαγαν τη διάθεση; Κι όταν θα έδινα τέλος σ’όλες αυτές τις μαθητικές μου υποχρεώσεις, ελεύθερος πια, γιατί να μη ζητήσω να μπω ξυπόλυτος μέσα στο ποταμάκι κι αφού μαζέψω τα μανίκια μουγιατί να μην κάτσω για να παίξω λίγο με το νερό, μιλώντας επιπλέον μαζί του κι απαντώντας στο μόνιμο και ακαταλαβίστικο, αλλά όλο νόημα και φαντασία βούισμά του;
Συμπαίκτεςσ’ αυτό το παιχνίδικαι τα μικρά κι ευκίνητα ψαράκια. Όλη η ζωή τους με τον φόβο στα μάτια, βλέποντας τον άγνωστο να παραβιάζει τον χώρο τους καιδυσαρεστημένα από την παρουσία του,τρέχουν να κρυφτούν μέσα στις ρίζες των υδρόφυτων και κάτω απ’ την ψιλή άμμο και τα χαλίκια. Κι όταν κάποτε ξαναβγαίνουν, τώρα πια ξεθαρρεμένα,κουνάνεόλα μαζίτην ουρά τους και περιμένουν ν’ απλώσεις τα χέρια σου για να τα πιάσεις.Κι αν θα το επιχειρήσεις,πάλι να τρέξουνε για να ξεφύγουνεκαι να ξανακρυφτούνε κι έτσι το παιχνίδι καλά να κρατάει, μέχρι που κάποιος απ’ τους παίχτεςνα βαρεθεί και να το παρατήσει.
Αλλά, τέλος,θα ήταναδύνατον να κλείσωεδώ τη διήγηση, αν δε μιλούσα και για την ξύλινη γεφυρούλα πάνω στο γλυκό μας ποταμάκι.Αυτό τολιτόκι απλό κατασκεύασμα, ποιος ξέρει ποιανούχωριανού μας,εντελώς απαραίτητο για τον κόσμο του χωριού αλλά και ταιριαστό στολίδι στην όλη εικόνα του. Χρόνια τώρα περνάει απέναντι στον χωμάτινο δρόμο όποιον διαβάτη δε θέλει να βρέξει τα πόδια του. Ακουμπισμένη στις δυο όχθες πάνω σε πελεκισμένες πέτρες και με τα ξύλινα πέταυρα καρφωμένα πάνω σε τοξωτά δοκάρια, αφήνει κάτω απ’ την καμάρατης ελεύθερο να τρέχει το νεράκι, προκειμένου τ’ ορφανό να πραγματοποιήσει την επιθυμία του καινα πάει να συναντήσει τ’ άλλα τ’ αδέρφια του τα ποτάμια κι όλα μαζί να ξεχυθούνε με το νεράκι τους, αν ποτέ θα το κατόρθωναν, στην αγκαλιά της μάνας τους, τη θάλασσα.
Τρέχει κάτω απ’ τη μικρή γεφυρούλα το νερό και μαζί τους τρέχουν ο καιρός, τα χρόνια, τ’άσχημακαι τα καλά πράγματα, τα αισθήματα καισυναισθήματα και τελειωμό δεν έχουν. Αλλ’ όμως και πίσω δε γυρίζουν. Σταθεράεδώ, στα περάσματα των καιρών κι ακλόνητα,στέκουνεμόνο η γέφυρα και το ποταμάκι από κάτω της. Με περίσσειαδύναμη κρατάνεαπάνω τους το χθες, το σήμερα, το αύριο. Βλέποντάς τα από μακριά και κοντά νοιώθω να ξετυλίγονται μέσα μου κουβάρι οι αναμνήσεις του παρελθόντος.Και «ως εκ θαύματος»να γυρίζω πίσω στη νιότη μου και ο αφελήςνα έχω ακράδαντη την πεποίθηση ότιδεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που ήμουνα ένα αμούστακο παιδάκι κι ερχόμουνα εδώ για να κάνω όνειρα για τη ζωή μου.
Έτσι, όλα μου φαίνονται ίδια κι απαράλλαχτα.Ακόμα και τώρα που μόλις άρχισε να βραδιάζει κι εγώ είμαι καθισμένος σ’ ένα απ’ τα λιθάρια εκείνης της εποχήςκαι γράφω.Κι αναπολώ όσα τότεέζησα με την παιδική μου ψυχή κι αθωότηταστο ποταμάκι με τη γεφυρούλα στην πλάτη του. Και το ένα και το άλλο στέκονται βοηθοί μου σε κάθε λέξη, πρόταση ή αν θέλετε και σελίδα.
Στη μια και μοναδική, τηνπάντοτε φεγγοβολούσα μέσα στη σκέψη μουδιαχρονική Δωροθέα. Αυτή του χτες και του σήμερα!
27- 2-2022
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Σχόλια - Facebook Comments