....

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ : " Η ΒΡΑΚΟΥ"

Ο Χρήστος, ένα απ’ τα πέντε παιδιά του Θωμά του Κρητικού, εκείνο το βράδυ της Άνοιξης, πήρε οριστικά την απόφασή του. Ούτε καλά-καλά δώδεκα χρόνων «φιντανάκι», να πάει να δουλέψει παραγιός στον κυρ Θόδωρο, τον χωριανό, με τα πολλά γελάδια, τα βουβάλια και τα πρόβατα. Η κατάσταση στο σπίτι τους δεν πήγαινε άλλο. Φτώχεια και πάλι φτώχεια. Και όποιος δεν την έζησε, είναι αδύνατο να καταλάβει τον άλλον που υποφέρει εξ αιτίας της. Έτσι, ίσως να βοηθούσε και τον πατέρα του, που όσο και αν ο ταλαίπωρος δούλευε σκληρά να κρατήσει όρθια την οικογένειά του, δυστυχώς δεν τα κατάφερνε. Βλέπετε καμιά φορά και η φτώχεια είναι κληρονομική. Ο πατέρας του και αυτός γεννήθηκε στη ψάθα. Και ο φουκαράς χωρίς να το θέλει την κληρονόμησε και στον γιο του. Τι να πει κανείς..! Ο καθένας με την τύχη του..!Image and video hosting by TinyPic

Παρά «ταύτα» όμως, ο κακόμοιρος ο κυρ Θωμάς, δεν το’βαλε κάτω. Στην αρχή δούλεψε πολύ στα χωράφια. Και με τα πρώτα λεφτά που πήρε, έχτισε το σπίτι που έμεναν. Πλίθινο βέβαια, αρκετό όμως για να βάλουν μέσα τα κεφάλια τους. Ύστερα με τον καιρό, αγόρασε πάλι κανά καινούργιο χωραφάκι, πήραν και μερικά σαν ακτήμονες απ’ το κράτος, δόξα στον Θεό, «ουκ ολίγα» για να πορέψουν όλοι μαζί τότε, στις άθλιες μέρες της κατοχής αλλά και αργότερα που τέλειωσε ο πόλεμος. Τι να το κάνεις όμως..! Όταν τα στόματα στην οικογένεια αυξήθηκαν, το ψωμί για να χορτάσουν πάλι δεν έφτανε. Ήταν ανάγκη λοιπόν, κάποιος απ’ τα μεγαλύτερα αδέρφια, να βοηθήσει στο εισόδημα τον πατέρα και τη μάνα, έτσι ώστε όλοι μαζί, να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

- Το και το, θα έλεγε φθάνοντας στο σπίτι του κυρ Θόδωρου ο μικρός. Κυρ Θόδωρε θέλω δουλειά. Βάλε με να κάνω ό,τι θέλεις. Αρκεί να με πληρώνεις για να έχουμε χρήματα στο σπίτι. Ο μπαμπάς και η μάνα μου δεν τα καταφέρνουν, ενώ τα άλλα αδέρφια μου είναι μικρότερα από μένα και πολλές φορές πεινάνε…

Έτσι το πρωί, πήρε το δρόμο και πήγε σπίτι του. Τον συνάντησε την ώρα που έβγαινε να λερωμένος απ’ τον στάβλο μαζί με τα παιδιά του. Χωρίς ντροπή, άλλωστε δουλειά πήγε εκεί να ζητήσει και χωρίς παραπανίσιες κουβέντες, του είπε να τον πάρει στη δούλεψή του. Ο κυρ Θόδωρος απόρησε με το θάρρος του. Τον κοίταξε στα μάτια και μεταξύ σοβαρού και αστείου του αποκρίθηκε:

-Και τι δουλειά βρε μπορείς να κάνεις εσύ, που ακόμα δεν βγήκες απ’ το αυγό;

-Τα πάντα, βιάστηκε να τον διακόψει ο Χρήστος, όταν κατάλαβε πως ο άλλος είχε αμφιβολίες για την ηλικία του. Πάρε με και θα δεις. Δεν θα το μετανοιώσεις..!

Τελικά επί τόπου και κάτω απ’ τις ακτίνες του ήλιου, που γλύκαιναν το ανοιξιάτικο κρύο πρωινό, συμφώνησαν να δουλέψει και μάλιστα με ικανοποιητικό μισθό…

Από τότε πέρασε τουλάχιστον ένας χρόνος. Το παιδί, κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες, βοσκούσε στη περιοχή, άλλοτε τα πρόβατα και άλλοτε τα βουβάλια ή τις αγελάδες του αφεντικού του. Παράπονο ο ένας απ’ τον άλλον δεν είχε. Οι συμφωνίες τηρήθηκαν στο «έπακρον». Τα ζώα ήταν πάντα περιποιημένα και χορτάτα, και φυσικά ο μικρός βιοπαλαιστής, έπαιρνε κανονικά τα λεφτά του, καλυτερεύοντας τη ζωή του και τη ζωή των συγγενών του.

Κάποια από τις μέρες αυτού του χρόνου και μάλιστα στις αρχές του καλοκαιριού, ο Χρήστος βρέθηκε να βόσκει τα βουβάλια στη «Σέβρινι» μια αγροτική περιοχή μακριά απ’ το χωριό. Ήταν εκεί με άλλους χωριανούς, παιδιά στην ηλικία μεγαλύτερα και μικρότερα απ’ αυτόν, αλλά και με παππούδες. Όλοι τους συντοπίτες. Και αυτοί εκεί, προσπαθούσαν να χορτάσουν τα ζώα τους με το χλωρό χορτάρι, που αυτήν την εποχή έβγαινε άφθονο στα τσαΐρια και στα σύνορα των χωραφιών. Εξάλλου η βοσκή των ζώων τότε, ήταν πολύ συνηθισμένη, γιατί στα σπίτια με τους στάβλους που φυλάγονταν τα ζωντανά, οι τροφές ήταν περιορισμένες. Αυτές τις κράταγαν περισσότερο για τον χειμώνα, που η βοσκή έξω ήταν αδύνατη.

Η μέρα λοιπόν απ’ το πρωί ήταν βροχερή. Κατά διαστήματα βέβαια, ο ήλιος πεταγόταν μπροστά απ’ τα σύννεφα και είχε λιακάδα. Όμως για πολύ λίγο, ίσα-ίσα για να φύγει η υγρασία και να κάνει όλους όσους βρίσκονταν στην ύπαιθρο, να βγάλουν από πάνω τους τα αδιάβροχα και τις κουκούλες και να νιώσουν ελεύθεροι την χαρά της εποχής. Για τα ζώα βέβαια δεν υπήρχε πρόβλημα. Απολάμβαναν την κατάσταση, καταπίνοντας με ευχαρίστηση το δροσερό χορτάρι, χωρίς τον ήλιο να καίει πάνω τους.

Ωστόσο η ώρα είχε περάσει και ο παραγιός του κυρ Θόδωρου με τη φκιέντρα στο χέρι, μάζεψε τα βουβάλια για να επιστρέψουν στο χωριό. Έπρεπε όμως να κάνουν γρήγορα, γιατί από τη μικρή εμπειρία που είχε στα καιρικά φαινόμενα, σύντομα θα έφθανε και άλλη μπόρα. Μαζί του θα ακολουθούσαν και άλλοι χωριανοί, ο καθένας με τα ζώα που είχε στην ευθύνη του. Έτσι τα αθώα τετράποδα, υπακούοντας στο αφεντικό τους, σιγά-σιγά με τα κουδούνια να χτυπάνε στο λαιμό τους, μπήκαν στην σειρά και πήραν το δρόμο για την επιστροφή.

Όταν έφθασαν όμως στο «Κουρί» λίγο έξω από το χωριό, τους περίμενε μια έκπληξη! Εκεί, το ένα απ’ τα δύο ποτάμια ήταν κατεβασμένο. Η βροχή, που έπεφτε απ’ το πρωί, τόσο πάνω στα βουνά όσο και στο χωριό, ρυάκια-ρυάκια συγκεντρώθηκε σ’ αυτό με αποτέλεσμα να κατεβαίνει με ορμή βουΐζοντας και γεμάτο λάσπες. Στο διάβα του παρέσυρε κούτσουρα, πέτρες και ξύλα αλλά και ό,τι άλλο ακόμα έβρισκε μπροστά του. Το θέαμα έγινε ακόμα πιο ανατριχιαστικό μπροστά σ’ αυτό το ξέσπασμα της φύσης, όταν τα ζώα ανέβηκαν στο ανάχωμα και ενώ προς στιγμή κοντοστάθηκαν αντιλαμβανόμενα τον κίνδυνο να περάσουν απέναντι, στην συνέχεια πήραν θάρρος και μπήκαν στο νερό.

Αρχή έκανε ένα αρσενικό βουβάλι που πήγαινε πάντα πρώτο στο κοπάδι. Βασιζόμενο ίσως στη δύναμη που του έδωσε ο Θεός να επιβιώνει στις δύσκολες καταστάσεις, όπως φυσικά γίνεται με όλα τα ζώα, πρώτο πάτησε το πόδι του μέσα στο θολό νερό. Σε λίγο βρέθηκε σ’αυτό με όλο του το σώμα, εκτός βέβαια από το κεφάλι του που το δύστυχο το τίναζε ψηλά πάνω από την επιφάνειά του για να αναπνέει. Την πορεία του ακολούθησαν και τα υπόλοιπα ζωντανά με αποτέλεσμα κάποια στιγμή μέσα στο ποτάμι να φαίνονται μόνο τα κεφάλια τους. Ήταν μεγάλο το ρίσκο για τη ζωή τους.

Ο Χρήστος πίσω απ’ το τελευταίο ζώο, με αγωνία παρακολουθούσε το τρομακτικό σκηνικό και τις μεγάλες προσπάθειες που έκαναν όλα να σταθούν όρθια και να μη παρασυρθούν απ’ το ποτάμι. Ο ίδιος τώρα, στην άκρη που ήταν, δεν μπορούσε να επέμβει για να τα γυρίσει πίσω. Άρχισε να φοβάται. Επιπλέον χωρίς να το θέλει άρχισαν να περνούν και τρελές σκέψεις για την τύχη τους απ’ το μυαλό του. Αν τα ζώα πνίγονταν, τι θα έλεγε στο αφεντικό του τον κυρ Θόδωρο; Ο άνθρωπος του εμπιστεύτηκε κάποιο από το βιος του. Αλλά και αν ακόμα αυτά πέρναγαν σώα το ποτάμι, ποιος θα τα συνόδευε μέχρι τον στάβλο τους στο χωριό; Μήπως θα έπαιρναν δρόμο για κάπου αλλού; Πού θα τα ψάξει αν χαθούν; Δύσμοιρο παιδί! Γι αυτό δεν πρέπει να καθυστερεί! Πρέπει αμέσως να πάρει την απόφαση, να μπει και ο ίδιος στο νερό μαζί με τα τετράποδα αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που θα διατρέξει και η δική του η ζωή…

Έτσι χωρίς άλλες σκέψεις, έβγαλε τα παπούτσια του, μάζεψε λίγο τα παντελόνια του και πάτησε στο νερό. Μετά από λίγα βήματα, βρέθηκε αρκετά μέσα στο ποτάμι. Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, το νερό έφθασε σχεδόν μέχρι τις πλάτες του. Τώρα άρχισε να φοβάται και για την δική του ζωή. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει   και όλο του το σώμα έτρεμε, όταν κατάλαβε ότι το νερό τον σήκωνε. Σε λίγο θα έχανε την ισορροπία του. Παρ’ όλα αυτά όμως, την δύσκολη αυτή ώρα, προσπάθησε να μη χάσει το θάρρος του και να δώσει κουράγιο στον εαυτό του. Γι αυτό συνέχιζε με όση δύναμη του απέμενε, να προχωρά προς το κέντρο, που δυστυχώς στο σημείο αυτό ο πυθμένας του ποταμιού απ’ το νεροφάγωμα, ήταν βαθύτερος. Τελικά εδώ το νερό, έφθανε μέχρι το πρόσωπό του και ο ίδιος, δεν πατούσε πια στο βυθό. Ήδη σιγά-σιγά άρχισε να παρασύρεται από το νερό και βοήθεια από πουθενά! Κοντά του ήταν μόνο τα ζώα, που σήμερα όλη τη μέρα βοσκούσε στα τσαΐρια για να έχει το βράδυ ένα κομμάτι ψωμί στο τραπέζι του…

Μέσα σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση, λειτούργησε το παιδικό του ένστικτο. Σαν από θαύμα του ήρθε η ιδέα στο μυαλό να ζητήσει βοήθεια από τα ίδια τα ζώα. Ήταν η τελευταία του ελπίδα. Και μάλιστα βοήθεια από ένα συγκεκριμένο ζώο που μεταξύ τους αναπτύχθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Χωρίς και ο ίδιος να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, πάντα στο ζωντανό αυτό έδινε περισσότερη τροφή από τα άλλα, είτε τραβώντας το σε καλλίτερα βοσκοτόπια, είτε δίνοντας μόνο σ’ αυτό, κοτσάνια από καλαμπόκια, που μάζευε απ’ το δρόμο, όταν αυτά έπεφταν στη γη από τα κάρα, την ώρα που τα μετέφεραν στις αποθήκες.

Με λίγα λόγια το ζώο αυτό, είχε από τον ίδιο προνομιακή μεταχείριση. Μάλιστα για να μπορούν να συνεννοούνται, ο Χρήστος το βάπτισε και του έδωσε το όνομα «Βρακού» επειδή περπατούσε λες και φορούσε βράκα.

Αλλά και το ίδιο το ζώο, καταλάβαινε την ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση και αδυναμία που είχε απέναντί του το αφεντικό. Έτσι, κάθε φορά που άκουγε το όνομά του, γνωρίζοντας ότι κάτι θα βάλει στο στομάχι έτρεχε κοντά του. Ύστερα, όταν έπαιρνε αυτό που ήθελε, από ευγνωμοσύνη και αγάπη για την προσφορά, έγλειφε τις παλάμες των μικρών χεριών του φίλου και ευεργέτη του. Βλέπετε η αχαριστία είναι «προτέρημα» μόνο των ανθρώπων. Αντίθετα τα ζώα, με κάθε τρόπο και για τα πιο μικρά ευεργετήματα, δείχνουν πόσο πιο «ανθρώπινα» είναι προς τον ευεργέτη τους.

Έτσι λοιπόν, την ύστατη στιγμή και πριν έρθει το μοιραίο για τη ζωή του, ο Χρήστος με όση δύναμη του απέμεινε, φώναξε το όνομα του ζώου. Ήταν η μόνη ζωντανή ύπαρξη εκείνη τη στιγμή, που μπορούσε να τον ακούσει και να τον σώσει από βέβαιο πνιγμό.

-Βρακού..!

Και «ω! του θαύματος». Το ζώο, η μαύρη βουβάλα, που δεν ξεχνούσε ποτέ πόσο καλό ήταν το παιδί απέναντί της, άκουσε την απελπισμένη κραυγή, αυτού του εξαίρετου φίλου και συνοδού της στη βοσκή. Και θέλετε από «ένστικτο» για τον κίνδυνο της ζωής του ή ενεργώντας «μηχανικά», επειδή περίμενε πάλι κάτι να της δώσει να φάει, λίγο πριν πατήσει σε στέρεο έδαφος, γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο νερό, την ώρα που τα άλλα ζώα πάλευαν να απαλλαγούν από αυτό. Λες και είχε την αίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασης, τράβηξε γρήγορα κοντά στο παιδί, που την τελευταία στιγμή πρόλαβε παρασυρόμενο, να την αρπάξει από το λαιμό και να ανέβει πάνω της. Ύστερα κι οι δύο, παλεύοντας ξανά με τα κύματα, βγήκαν στην άκρη, εκεί που τέλος πάντων δεν υπήρχε φόβος. Ο Χρήστος, χάρη της φιλίας του με ένα ζώο «σώνεται» κυριολεκτικά από αυτό. Ένα ζώο σώζει τη ζωή ενός ανθρώπου. Απίστευτο κι όμως αληθινό.

Και εγώ που σήμερα γράφω το γεγονός σκέφτομαι! Άραγε στη σημερινή κοινωνία, την κοινωνία των ανθρώπων, την κατά τα άλλα ευαίσθητη στα αισθήματα και συναισθήματα, την πολιτισμένη μας κοινωνία, πόσο μεγάλη είναι η διάθεσή μας να βοηθάμε τους άλλους στα δράματα που περνούν; Όταν αυτοί παλεύουν μόνοι τους να επιζήσουν στις φουρτούνες και τα κύματα της δικής τους ζωής; Δεν είμαι ισοπεδωτής των πάντων! Γι αυτό θα πω, πως «ευτυχώς» υπάρχουν και σήμερα «άνθρωποι». Αλλά είναι λίγοι… Και για να γίνουμε πολλοί, «δυστυχώς» χρειαζόμαστε και παραδείγματα αλτρουϊσμού από τα ζώα και από το περιβάλλον που μας έδωσε ο Θεός να ζούμε και να συντηρούμε!

Απόγευμα του Αυγούστου στο χωριό μας τη Δωροθέα. Λίγο προτού να σκοτεινιάσει και ανάψουν τα φώτα. Ο Χρήστος, ενήλικας σήμερα, μεταξύ καφέ και γλυκού από νεράντζι, στον κήπο του σπιτιού του και μπροστά στη γυναίκα του την Ανθή και τον θείο του τον Παναγιώτη, μου διηγήθηκε την ιστορία. Πραγματικά με συγκίνησε. Τον ρώτησα αν θέλει να τη γράψω. Γέλασε και χτυπώντας μου απαλά τον ώμο, μου είπε:

-Το θέλω πολύ! Κοίτα όμως μη ξεχάσεις να αναφέρεις το όνομα του ζώου που τότε μου έσωσε τη ζωή. Να το θυμάσαι «βρακού».

-Βεβαίως, του είπα, και θα το θυμάμαι. Μάλιστα θα είναι και ο τίτλος του διηγήματος..!

 

2/11/2015

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Σχόλια - Facebook Comments