Πώς νιώθουμε όταν τον χειμώνα πνιγόμαστε και το καλοκαίρι καιγόμαστε; Και, κυρίως, τι σημαίνουν αυτά τα συναισθήματα για τη σχέση μας με την πολιτεία, τον κρατικό μηχανισμό και, φυσικά, την κυβέρνηση της χώρας; Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν και πάλι με οργισμένες αναρτήσεις και βαθιά μελαγχολικές σκέψεις, αλλά και καλέσματα αλληλεγγύης σε όσους χτυπήθηκαν από τη φωτιά.
Ενας στίχος του Αλκίνοου Ιωαννίδη, στο τραγούδι «Πατρίδα», απευθύνεται στα μικρά παιδιά αυτής της έρμης χώρας. «Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ». Θα μπορούσε να συνοψίζει θαυμάσια όσα μου λέει σχεδόν ασθματικά στο τηλέφωνο η Σοφία - το σπίτι της, στα Βριλήσσια, δεν απέχει πολύ από το σημείο όπου έγιναν όλα φωτιά.
«Εχω δύο κόρες - η μία φοιτήτρια, η άλλη τελειώνει το Λύκειο. Κάθε φορά που η χώρα γίνεται μπάχαλο εύχομαι τα παιδιά να φύγουν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν έχω πια λέξεις να τα παρηγορήσω, δεν ξέρω τι να κάνω την οργή τους, δεν ξέρω τι να κάνω και τη δική μου απελπισία».
Αυτά τα συναισθήματα -ο φόβος, η απογοήτευση, η οργή, η παραίτηση- καταγράφονται εδώ και καιρό σε μια σειρά από έρευνες. Ωστόσο, τώρα που βιώνουμε πάλι μια άγρια πρόσκρουση σε μια ανελέητη πραγματικότητα, αποκτά σχεδόν προφητική αξία η έρευνα που δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες μόνο μέρες και υπό τη σκιά της τελευταίας πύρινης καταστροφής που ζήσαμε αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Η έρευνα του Κέντρου Ερευνας Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Κρίσεων (ΚΕΚΑΚ) του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, της Σχολής Διοικητικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής πραγματοποιήθηκε την περίοδο 7-15 Ιουλίου, μέσω ερωτηματολογίου σε σταθμισμένο δείγμα 833 κατοίκων της Περιφέρειας Αττικής. Τα ευρήματά της είναι αποκαλυπτικά όχι μονάχα για το πώς νιώθουμε, αλλά και για το πώς κρίνουμε τον κρατικό μηχανισμό και την κυβέρνηση, όπου έχουν -υποτίθεται- αποστολή να μας προστατεύουν.
Κατ’ αρχάς είναι ελάχιστοι εκείνοι που δηλώνουν ότι δεν έχουν βιώσει με άμεσο τρόπο τις επιπτώσεις φυσικών καταστροφών: το 69% έχει ζήσει πυρκαγιές, κύματα καύσωνα, πλημμύρες με όλες τους τις επιπτώσεις και μάλιστα ένας στους δέκα ανέφερε πως τα καταστροφικά αυτά γεγονότα είχαν αποτέλεσμα ανθρώπινες απώλειες στον ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρό του. Το 26,4% των ερωτηθέντων βίωσε ή έγινε μάρτυρας σημαντικών υλικών ζημιών, ενώ σχεδόν οι μισοί κάτοικοι τις Αττικής (48%) ένιωσαν να επηρεάζονται ψυχοσυναισθηματικά.
Ακόμα χειρότερα για την κυβέρνηση -και τη γύμνια της- το 89,2% των ερωτηθέντων εκτιμά πως είναι πολύ/πάρα πολύ πιθανό να συμβεί μια φυσική καταστροφή στο άμεσο μέλλον και το 63,6% των ερωτηθέντων νιώθει έντονο φόβο στην προοπτική αυτής της νέας φυσικής καταστροφής.
Σχεδόν επτά στους δέκα (66,4%) δεν αισθάνονται καθόλου προετοιμασμένοι για την αντιμετώπιση ενός νέου καταστροφικού γεγονότος, οκτώ στους δέκα (82,4%) εκτιμούν πως η πολιτεία είναι ανέτοιμη για την αντιμετώπιση μελλοντικών απειλών από την κλιματική αλλαγή.
Τι προτείνουν οι κάτοικοι της Αττικής; Τα προφανή, που η κυβέρνηση ωστόσο δεν έκανε ποτέ παρά την πολυδιαφημισμένη ετοιμότητά της (μη μιλήσουμε για την αποτελεσματικότητα και καγχάσουμε όλοι μαζί): Το 93,4% υπογραμμίζει την ανάγκη εκπαίδευσης ατόμων και κοινοτήτων, το 90,3% ανέφερε την ατομική ευαισθητοποίηση και προετοιμασία.
Η προετοιμασία του κρατικού μηχανισμού θεωρείται αναγκαία από το 98,3% και το 96,4% δίνει έμφαση στη βελτίωση και δημιουργία νέων υποδομών. Η αυστηροποίηση των κανονισμών για την αυθαίρετη δόμηση υποστηρίζεται από το 90,8%, ενώ το 88,1% θεωρεί ζωτική την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
«Ο,τι και να πούμε μοιάζει σαν να ‘χαμε να λέγαμε. Κάηκε το σπίτι φίλης μου, κάηκε και το αγρόκτημα άλλου φίλου μου κι όχι κάπου μακριά, σε κάποιο δυσπρόσιτο βουνό, αλλά μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας», μας λέει ο Γιάννης. «Φοβάμαι όμως μήπως κι αυτό περάσει και σε λίγες μέρες ξεχάσουμε και πάλι, όπως ξεχνάμε τα τελευταία χρόνια. Μήπως έχουμε πια πάθει μιθριδατισμό στη μιζέρια μας, σε μια ζωή που όλο λέμε πως δεν μας αξίζει, αλλά και δεν κάνουμε τίποτα για να την αλλάξουμε».
«Προϋπόθεση της αλλαγής είναι η κατανόηση και ο αναστοχασμός»
Ενας συνεχής φόβος και μια αδιάκοπη αίσθηση ότι είμαστε αβοήθητοι - τι σημαίνει αυτό για τους πολίτες; Αλλά και τι σημαίνει για μια κοινωνία να βυθίζεται σε αλλεπάλληλα πένθη, αφού πριν ξεπεράσει τη μια απώλεια ενσκήπτει μια άλλη, δριμύτερη και οξύτερη; Συζητήσαμε με τον Στέλιο Στυλιανίδη, ομότιμο καθηγητή κοινωνικής ψυχιατρικής, ψυχαναλυτή και επ. πρόεδρο της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας.
«Τα τραυματικά γεγονότα ποικίλλουν ανάλογα με τη φύση της απειλής ή του τραυματισμού, τη συχνότητα και τη διάρκεια, την προσωπική νοηματοδότηση και την ευρύτερη συλλογική νοηματοδότηση, πολιτισμικό πλαίσιο και κοινωνική-πολιτική απάντηση. Αυτό που συγκροτεί ένα τραύμα δεν είναι απόλυτα εξαρτώμενο από τη φύση του συμβάντος αλλά επίσης από την προσωπική και κοινωνική ερμηνεία του και τις απαντήσεις που δίνονται από την οικογένεια, την κοινότητα, το υποστηρικτικό του δίκτυο, τους θεσμούς. Η κουλτούρα επιδρά καθοριστικά στην ατομική και συλλογική εμπειρία του τραύματος και των επαναλαμβανόμενων πενθών σε πολλά επίπεδα.
Με αφορμή την τελευταία καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική, οι πολίτες βιώνουν για πολλοστή φορά την αίσθηση του αβοήθητου, της απελπισίας, του επαναλαμβανόμενου χάσματος μεταξύ διακηρύξεων της πολιτικής ηγεσίας για εθνικά επιχειρησιακά σχέδια και της πραγματικότητας στο πεδίο με κατακερματισμό αρμοδιοτήτων, αναποτελεσματικότητα, ανομία, αυθαιρεσία,, επικοινωνιακή συγκάλυψη δομικών ελλειμμάτων, με αποτέλεσμα την κατάρρευση κάθε σχέσης εμπιστοσύνης με τους θεσμούς.
Αυτή η αποσάθρωση των δεσμών εμπιστοσύνης με το κράτος, σε σύνδεση με την ομερτά κράτους-πολιτών σε αυτές τις πολλαπλές ζώνες ανομίας (οικιστικό, αυθαίρετα, περιβαλλοντική καταστροφή, φοροδιαφυγή κ.λπ.) δημιουργούν τυφλή οργή, αδυναμία νοηματοδότησης, δυσκολία επεξεργασίας πένθους, αδυναμία επανασυγκρότησης των εύθραυστων κοινωνικών δεσμών (ατομικισμός vs συλλογική ευθύνη) και συνεπώς χαμηλή ανθεκτικότητα, μοιρολατρία και αμεταβόλιστη καταστροφικότητα-αυτοκαταστροφικότητα.
Το τραύμα αφορά, ψυχαναλυτικά μιλώντας, την υπερχείλιση του ψυχισμού από διεγέρσεις που δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας ούτε συμβολοποίησης. Ωστόσο, η ικανότητα κάθε ψυχισμού να ανταποκριθεί σε ανυπέρβλητες αντιξοότητες και να αναπτύξει μια ανάλογη ανθεκτικότητα είναι άρρηκτα δεμένη και καθορίζεται από τη δύναμη των κοινωνικών δεσμών και της κουλτούρας αλληλεγγύης, διεκδικώντας την αξιοπιστία του όλου πολιτικού συστήματος.
Προϋπόθεση της αλλαγής είναι η κατανόηση και ο αναστοχασμός. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος».
Σχόλια - Facebook Comments